- ανοίκειος
- -α, -οο ανάρμοστος, ο απρεπής, κυρίως στη φρ. ανοίκεια συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνοίκειος — not of the family masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοίκειος — α, ο (Α ἀνοίκειος, ον) [οικείος] ανάρμοστος, άπρεπος, ανάγωγος αρχ. 1. αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια 2. ασύμφωνος, ανόμοιος, ξένος με κάτι 3. άκαιρος, άτοπος … Dictionary of Greek
ἀνοικειότερον — ἀνοίκειος not of the family adverbial comp ἀνοίκειος not of the family masc acc comp sg ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικειοτέρων — ἀνοίκειος not of the family fem gen comp pl ἀνοίκειος not of the family masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικείως — ἀνοίκειος not of the family adverbial ἀνοίκειος not of the family masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκειον — ἀνοίκειος not of the family masc/fem acc sg ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικειοτάτη — ἀνοίκειος not of the family fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικειοτάτου — ἀνοίκειος not of the family masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικειότερα — ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικείοις — ἀνοίκειος not of the family masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)